τεντωτός

τεντωτός
-ή, -ό, Ν [τεντώνω]
τεντωμένος, τεταμένος, απλωμένος («ένα λείψανο ανεβαίνει τεντωτό», Σολωμ.).
επίρρ...
τεντωτά Ν
με τέντωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεντωτός — ή, ό τεντωμένος (βλ. λ. τεντώνω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεντώνω — τέντωσα, τεντώθηκα, τεντωμένος 1. μτβ., τσιτώνω, τεζάρω, καργάρω: Τεντώνω το σκοινί. 2. απλώνω, ξαπλώνω: Τέντωσε τα πόδιατου. 3. ανοίγω διάπλατα: Τι μας τέντωσε το παράθυρο; 4. το μέσ., τεντώνομαι τανύζομαι: Το πρωί τεντώνεται για να ξενυστάξει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”